- εμπολημα
- ἐμπόλημαἐμ-πόλημα-ατος τό1) груз Soph.2) pl. товар Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εμπόλημα — ἐμπόλημα, το (AM) το κέρδος από το εμπόριο αρχ. εμπόρευμα, πραμάτεια, φορτίο πλοίου … Dictionary of Greek
ἐμπόλημα — matter of traffic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολημάτων — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήμασιν — ἐμπόλημα matter of traffic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματα — ἐμπόλημα matter of traffic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπολήματος — ἐμπόλημα matter of traffic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek